θαυμάζεται

θαυμάζεται
θαυμάζω
wonder
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυθαύμαστος — ον, ΜΑ 1. αυτός που θαυμάζεται πολύ 2. αυτός που θαυμάζεται από πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαυμαστός (< θαυμάζω), πρβλ. αξιο θαύμαστος] …   Dictionary of Greek

  • απόβλεπτος — ἀπόβλεπτος, ον (Α) αυτός που θαυμάζεται από όλους, περίβλεπτος …   Dictionary of Greek

  • πανάγαστος — πανάγαστος, ον (ΑΜ) αυτός που θαυμάζεται από όλους, άξιος κάθε θαυμασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγαστός (ἀγάζομαι «θαυμάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • περίσκεπτος — η, ο / περίσκεπτος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος αρχ. 1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος 2. υψηλός 3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω… …   Dictionary of Greek

  • περίστατος — ον, ουδ. και όν, Α [περιίστημι] 1. αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το πλήθος («περίστατοι οἱ περίβλεπτοι, ἐφ οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾱσθαι» Λεξ. Ρητ.) 2. αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην… …   Dictionary of Greek

  • σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με …   Dictionary of Greek

  • σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… …   Dictionary of Greek

  • Βαλιέχο, Σέσαρ — (César Vallejo, Σαντιάγο ντε Τσούκο, Περού 1895 – Παρίσι 1938). Περουβιανός ποιητής και πεζογράφος. Μιγάς και από φτωχή οικογένεια, υπέστη πολιτικές διώξεις στην πατρίδα του, υπέφερε από τη φτώχεια και τις φυλακίσεις και στο τέλος αναγκάστηκε να… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… …   Dictionary of Greek

  • Μπουνιαλής, Εμμανουήλ Τζάνες — (Ρέθυμνο 1610 – Βενετία 1690). Λόγιος κληρικός, ποιητής και ζωγράφος. Στο Ρέθυμνο πήρε τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής. Έπειτα πήγε στην Κεφαλονιά, Κέρκυρα και, τέλος, στη Βενετία όπου και εγκαταστάθηκε. Το 1659 διορίστηκε εφημέριος του εκεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”